μπουνατσάρει

μπουνατσάρει
μπουνατσάρει (ως απρόσ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μπουνατσάρει — απρόσ., μπουνατσάρισε, η θάλασσα γαληνεύει: Μόλις μπήκαμε στο πλοίο μπουνατσάρισε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπουνατσάρω — [μπουνάτσα] (ως απρόσ.) μπουνατσάρει γίνεται μπουνάτσα, γαληνεύει η θάλασσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”